εναπομύττομαι

εναπομύττομαι
ἐναπομύττομαι (Α)
απομύττομαι*, σφουγγίζομαι με κάτι («ἐναπομύττεσθαι ταῑς παροψίσιν», Πλούτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”